αὐθόρμητος — self impelled masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυθόρμητος — η, ο (Μ αὐθόρμητος, ον) νεοελλ. αυτός που ενεργεί η εκδηλώνεται με δική του παρόρμηση, πηγαίος, φυσικός μσν. με δική του θέληση, εκούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ (πρβλ. αυτο ) + ορμώ < ορμή] … Dictionary of Greek
αυθόρμητος — η, ο επίρρ. α αυτός που ενεργεί από μόνος του, που δεν παρακινείται από άλλους: Η ενέργειά του εκείνη ήταν εντελώς αυθόρμητη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐθορμήτως — αὐθόρμητος self impelled adverbial αὐθόρμητος self impelled masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθόρμητον — αὐθόρμητος self impelled masc/fem acc sg αὐθόρμητος self impelled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθορμήτους — αὐθόρμητος self impelled masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθορμήτῳ — αὐθόρμητος self impelled masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθόρμητοι — αὐθόρμητος self impelled masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… … Dictionary of Greek
ένστικτος — η, ο αυθόρμητος, από εσωτερική παρόρμηση («ο ένστικτος φόβος», «η ένστικτη δειλία του»). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ένστικτο] … Dictionary of Greek
απαρακίνητος — η, ο αυτός που δεν τον παρακίνησε κάποιος, ο αυθόρμητος … Dictionary of Greek